- δυσβάτου
- δύσβατοςhard to traversemasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νικόλαος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Σοφιστής. Ήταν μαθητής του Πλούταρχου και του Πρόκλου. Έγραψε τα έργα Λόγοι επιδεικτικοί, Τέχνη ρητορική και Προγυμνάσματα. Αποσπάσματα έργων του που διασώθηκαν δημοσιεύτηκαν από τους ελληνιστές Φινκ … Dictionary of Greek
Στεγνό — Ημιορεινός οικισμός (15 κάτ., υψόμ. 300 μ.), στην επαρχία Νέστου του νομού Καβάλας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Δυσβάτου … Dictionary of Greek